περιορισμός

περιορισμός
περιορ-ισμός, ,
A marking out by boundaries, D.H.8.75, Plu. Num.16 ; description of the boundaries of a property, OGI225.31 (Didyma, iii B. C.), SIG685.57 (Crete, ii B.C., pl.); π. τῆς οἰκουμένης description of . . , Scymn.74.
2 boundary, Hero Geom.4.12.
3 in Metric, division of a strophe,

κατὰ περιορισμοὺς ἀνίσους Heph.

Poëm. 6.
4 gloss on δρύφακτοι, EM228.33.
II as Law-term, = Lat. deportatio, Phot., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές …   Dictionary of Greek

  • περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”